- κεφαλιάτικος
- -η, -ο1. αυτός που αναφέρεται στον κατ' άτομο υπολογισμό2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικοο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην-ιάτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον υπολογισμό κατ άτομο. 2. το ουδ., κεφαλιάτικο ως ουσ., σημαίνει κεφαλικός φόρος, χαράτσι: Οι Έλληνες έδιναν κεφαλιάτικο στους Τούρκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek